- μήρυξ
- μήρυξ, υκος, ὁ,A a ruminating fish, Scarus cretensis, Arist.HA632b10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μήρυξ — μήρυξ, υκος, ὁ (Α) το ψάρι σκάρος ο κρητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από το ρ. μηρυκάζω. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι επειδή πιστευόταν ότι μηρυκάζει την τροφή του] … Dictionary of Greek
μηρυκάζω — (ΑΜ μηρυκάζω, Α και μαρυκάζω, Μ και μαρουκάζω) (για τα χορτοφάγα ζώα) επαναφέρω την ήδη μασημένη τροφή στο στόμα και τήν ξαναμασώ νεοελλ. μτφ. επαναλαμβάνω στερεότυπα τα λόγια μου ή τα λόγια που κάποιος άλλος έχει ήδη πει αρχ. 1. (το ουδ. πληθ.… … Dictionary of Greek
ՈՐՍԱԿՐՈՍ — ( ) NBH 2 0538 Chronological Sequence: 13c Բառ յն. սխալ գրչութեամբ, փոխանակ գրելոյ, որ՝ Սկարոս. σκάρος scarus. մանաւանդ μήρυξ rumens, piscis ruminans. Անուն ձկան, որ ասի որոճել, *Են եւ ի ձկանց՝ որ որոճեն, եւ որսակրոսք կոչին. Վրդն. ծն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)